πολυδένδρεον

πολυδένδρεον
πολύδενδρος
abounding in trees
masc/fem acc sg (epic)
πολύδενδρος
abounding in trees
neut nom/voc/acc sg (epic)
πολυδένδρεος
masc/fem acc sg
πολυδένδρεος
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… …   Dictionary of Greek

  • λατρεύω — (AM λατρεύω, Α ελεατ. τ. λατρείω) 1. αγαπώ τον θεό και τόν υπηρετώ με τέλεση τού τυπικού τής θρησκευτικής λατρείας («Φοίβῳ λατρεύων μὴ παυσαίμαν», Ευρ.) 2. αγαπώ πάρα πολύ, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι (α. «λατρεύει τον άνδρα της» β.… …   Dictionary of Greek

  • πολυδένδρεος — ον, Α (επικ. τ.) πολύδενδρος («καί μοι κῆπον ἔχει πολυδένδρεον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δένδρεον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”